- δέκατος
- -η, -ο (AM δέκατος, -η, -ον)Ι. αυτός που έχει τον αριθμό δέκα στην αρίθμηση κατά σειράII. το θηλ. ως ουσ. η δέκατη και η δεκάτη (AM δεκάτη)1. η δέκατη μέρα τού μήνα2. το ένα δέκατο ποσότητας προϊόντων ή άλλων αγαθών3. προσφορά τού ενός δεκάτου τής παραγωγής ως θυσία σε θεό4. η υποχρεωτική προσφορά τού ενός δεκάτου τής παραγωγής ή εισοδημάτων στο κράτος, σε άρχοντα, ιδιοκτήτη κ.λπ.αρχ.1. τελωνειακός δεσμός επί τών εμπορευμάτων τών πλοίων2. εορτή κατά τη δέκατη μέρα από τη γέννηση παιδιού, κατά την οποία τού έδιναν και τ' όνομα του3. φρ. «τήν δεκάτην θύειν» ή «δεκάτην ὑπέρ τινος ἑστιᾱσαι» — η παράθεση γεύματος κατά τη δέκατη μέρα από τη γέννησηIII. το ουδ. ως ουσ. το δέκατο (AM δέκατον)το ένα δέκατο, το ένα από τα δέκα ίσα μέρη στα οποία έχει διαιρεθεί κάτινεοελλ.τα δέκαταο πυρετός που ανεβάζει τον υδράργυρο τού θερμομέτρου μερικά δέκατα πάνω από την κανονική θερμοκρασία τού σώματος.[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. δέκατος ανάγεται σε ΙΕ *dekm-to-s < *dekm «δέκα» με παρέκταση σε -t- (πρβλ. λιθ. dešimtas, αρχ. σλαβ. deseto. γοτθ. taihunda)].
Dictionary of Greek. 2013.